αντιπαθώ — αντιπαθώ, αντιπάθησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιπαθώ — άθησα, αισθάνομαι αποστροφή σε κάποιον ή κάτι: Τον αντιπαθούσε για τους κακούς τρόπους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγουλιάζω — 1. νιώθω ναυτία, έχω τάση για εμετό, ανακατεύομαι 2. αηδιάζω, σιχαίνομαι, αντιπαθώ 3. κάνω εμετό, ξερνάω 4. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι 5. (για τη θάλασσα) γίνομαι τρικυμιώδης, αναταράσσομαι 6. (για το έδαφος) αναδίδω το νερό που έχω απορροφήσει… … Dictionary of Greek
απεχθάνομαι — (AM ἀπεχθάνομαι, Α κ. ἀπέχθομαι) [έχθος] αποστρέφομαι, αντιπαθώ, μισώ αρχ. 1. παθ. γίνομαι μισητός σε κάποιον, προκαλώ το μίσος του, μισούμαι 2. εξοργίζομαι εναντίον κάποιου 3. προκαλώ το μίσος ή την οργή … Dictionary of Greek
αποστέργω — (ΑΜ ἀποστέργω) δεν δέχομαι κάτι, αποποιούμαι αρχ. 1. αποβάλλω την αγάπη, δεν αγαπώ πια 2. αντιπαθώ, σιχαίνομαι … Dictionary of Greek
αποστρέφω — (AM ἀποστρέφω) μσν. νεοελλ. 1. επιστρέφω, γυρίζω, στρέφω το πρόσωπο ή το βλέμμα προς άλλη κατεύθυνση 3. ( ομαι) αισθάνομαι αποστροφή, αντιπαθώ, αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. ( ομαι) επανέρχομαι, επιστρέφω μσν. 1. μεταθέτω, μετακινώ, μεταβιβάζω 2.… … Dictionary of Greek
αποτροπιάζομαι — (Α ἀποτροπιάζω κ. ομαι) [αποτροπή] νεοελλ. αποστρέφομαι, απεχθάνομαι, αντιπαθώ αρχ. κάνω προσευχή ή θυσία για ν αποτρέψω κάτι κακό … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
αποστρέφω — εψα, άφηκα, αμμένος 1. γυρίζω προς το αντίθετο μέρος: Μόλις με είδε, απόστρεψε το πρόσωπό του. 2. το μέσ., αποστρέφομαι αντιπαθώ, σιχαίνομαι: Οι περισσότεροι χωριανοί του τον αποστρέφονταν, γιατί ήταν εγωιστής και πλεονέχτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)